ἀκίσι

ἀκίσι
ἀκίς
pointed object
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πετροτόμος — ὁ, ἡ, Α (για εργαλείο) αυτός που τέμνει, που πελεκάει την πέτρα («πετροτόμοις ἀκίσι», Θεαίτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”